- ἐρριπτασμένον
- ῥιπτάζωthrow to and froperf part mp masc acc sgῥιπτάζωthrow to and froperf part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τοὐρριπτασμένον — ἐρριπτασμένον , ῥιπτάζω throw to and fro perf part mp masc acc sg ἐρριπτασμένον , ῥιπτάζω throw to and fro perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ριπτάζω — ῥιπτάζω ΝΑ 1. ρίχνω εδώ κι εκεί, σκορπίζω ολόγυρα («ῥιπτάζων κατὰ δῶμα θεούς», Ομ. Ιλ.) 2. (μέσ. και παθ.) ριπτάζομαι κινούμαι εδώ κι εκεί, στριφογυρίζω, ιδίως στο κρεβάτι, από ανησυχία και αϋπνία αρχ. 2. αμφιταλαντεύομαι (α. «ῥιπτάσαι περιδεῶς» … Dictionary of Greek